Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

весь навар сплыл όλο το ζουμί (

  • 1 сплыть

    ρ.σ.
    1. πλέω (προς τον κάτω ρουν).
    2. χύνομαι από τις άκρες•

    весь навар сплыл όλο το ζουμί (ή το λίπος) χύθηκε (από το βράσιμο).

    εκφρ.
    был (была, было) да сплыл, (-ла -ло) – ήταν και πέρασε (χάθηκε), ανήκει στα περασμένα.
    1. πλέω.
    2. μτφ. συγχωνεύομαι, αναμειγνύομαι, ανακατώνομαι, γίνομαι δυσδιάκριτος•

    буквы -лись τα γράμματα έγιναν μουντά•

    краски -лись τα χρώματα ανακατεύτηκαν.

    Большой русско-греческий словарь > сплыть

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»