-
1 сплыть
ρ.σ.1. πλέω (προς τον κάτω ρουν).2. χύνομαι από τις άκρες•весь навар сплыл όλο το ζουμί (ή το λίπος) χύθηκε (από το βράσιμο).
εκφρ.был (была, было) да сплыл, (-ла -ло) – ήταν και πέρασε (χάθηκε), ανήκει στα περασμένα.1. πλέω.2. μτφ. συγχωνεύομαι, αναμειγνύομαι, ανακατώνομαι, γίνομαι δυσδιάκριτος•буквы -лись τα γράμματα έγιναν μουντά•
краски -лись τα χρώματα ανακατεύτηκαν.